ακάθιστος — η, ο (Μ ἀκάθιστος, ον) (MN) 1. αυτός που παραμένει όρθιος γιατί δεν βρίσκει θέση ή δεν τού επιτρέπουν να καθίσει 2. αυτός που μετακινείται συνεχώς 3. ο Ακάθιστος βλ. Ακάθιστος Ύμνος νεοελλ. 1. ο ακούραστος, ο άοκνος 2. (για πράγματα) αυτό που δεν … Dictionary of Greek
εγκαθίζω — (AM ἐγκαθίζω) νεοελλ. φρ. 1. (για άλογο) «εγκαθίζω τον ίππο» κάνω το άλογο να καλπάσει με τους γλουτούς χαμηλότερα από τους ώμους 2. «εγκαθίζω το πέταλο» τό προσαρμόζω στην οπλή αρχ. μσν. βάζω κάποιον να καθίσει σ΄ έναν τόπο ή πάνω σε κάτι αρχ. 1 … Dictionary of Greek
παρακαθίζω — ΝΜΑ παρακάθημαι μσν. στήνω ενέδρα, παραμονεύω αρχ. 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον ή σε κάτι, θέτω παραπλεύρως 2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάπου κάποιον ή κάτι («στρατιὰν παρακαθίζω περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.) 3. (μέσ … Dictionary of Greek
συγκατακλίνω — ΝΜΑ [κατακλίνω, ομαι] μέσ. συγκατακλίνομαι πλαγιάζω με κάποιον, κατακλίνομαι μαζί με άλλον μσν. αρχ. βάζω κάποιον να πλαγιάσει ή να καθίσει με άλλον («τὴν Παυλῑναν... τῷ Μούνδῳ συγκατακλῑναι», Ζωναρ.) αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει στο ίδιο… … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
άδμητος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς των Φερών στη Θεσσαλία, γιος του Φέρητα και εγγονός του Κρηθέα και της Τυρώς. Μητέρα του Α. ήταν η Κλυμένη, κόρη του Μινύα. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Α., είχε υποσχεθεί πως θα έδινε την ωραία κόρη… … Dictionary of Greek
έδος — ἕδος, το (Α) 1. κάθισμα, θρόνος 2. κατοικία, διαμονή, ιδίως θεών («ἵκοντο θεῶν ἕδος», Ιλ.) 3. τόπος διαμονής («ἕδος Ἰθάκης» Ιθάκη, Οδ.) 4. άγαλμα καθισμένου θεού 5. ναός 6. θεμέλιο, βάση 7. το να καθίσει κάποιος κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε IE… … Dictionary of Greek
ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αμφικαθέζομαι — ἀμφικαθέζομαι και ίζομαι (Α) [καθέζομαι] 1. κάθομαι γύρω από κάποιον και τόν περιβάλλω 2. κάνω κάποιον να καθίσει επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι * + καθέζομαι < κατά + ἔζομαι] … Dictionary of Greek